μονάρχῳ

μονάρχῳ
μόναρχος
monarch
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοναρχώ — (ΑΜ μοναρχῶ, Α ιων. τ. μουναρχῶ, έω) [μόναρχος] ασκώ την εξουσία τού μονάρχη («ὃς ἂν τυραννικώτατος φύσει ὢν μοναρχήσῃ», Πλάτ.) αρχ. 1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι σε κάτι 2. (στην Κω) κατέχω το αξίωμα τού μονάρχου …   Dictionary of Greek

  • μοναρχῶ — μοναρχέω to be sovereign pres subj act 1st sg (attic epic doric) μοναρχέω to be sovereign pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουναρχώ — μουναρχῶ, έω (Α) ιων. τ. βλ. μοναρχώ …   Dictionary of Greek

  • συμμοναρχώ — έω, Α είμαι μονάρχης από κοινού ή μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μοναρχῶ «είμαι ηγεμόνας, είμαι μονάρχης» (< μόναρχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”